Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Πιο κοντά τώρα ο κίνδυνος για κοινωνική ανάφλεξη !

Του Αντώνη Μπέζα*

Στο ξεκίνημα της νέας χρονιάς η χώρα βρίσκεται μπροστά σε μια εξαιρετικά κρίσιμη οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Όταν στις 18 Μαρτίου 2009 η ΝΔ αποφάσισε να παγώσει τους μισθούς άνω των 1700 ευρώ στο Δημόσιο, ως ένα από τα άμεσα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, σχολίαζε: «Το πάγωμα των μισθών σημαίνει αφαίρεση από την οικονομία ρευστότητας. Άρα, περαιτέρω βάθεμα της ύφεσης. Άρα, τελικά, και μικρότερα έσοδα για το Δημόσιο. Είναι δηλαδή μια λάθος πολιτική, δεν πρέπει κανένας να σκέφτεται καν, να πάει σ’ αυτή την κατεύθυνση». Αν αυτά πίστευε τότε ο σημερινός Υπουργός Οικονομικών για το πάγωμα των μισθών, άραγε τι έχει να πει σήμερα για τη μείωσή τους;

Πέρα από την οριζόντια περιοριστική εισοδηματική πολιτική και την αύξηση της φορολογίας –κυρίως της έμμεσης που πλήττει τους πολλούς- θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί και σε σειρά από άλλες παλινωδίες της κυβέρνησης στον οικονομικό τομέα.

Οι σφοδρές καταγγελίες περί «γαλάζιου σκανδάλου» στήριξης των τραπεζών με τα 28 δις, ξεχάστηκαν ξαφνικά, και οι τράπεζες ενισχύθηκαν από την κυβέρνηση με επιπλέον 25 δις για να διασφαλισθεί ρευστότητα στην αγορά.

Επί μέρους μέτρα όπως η απόσυρση των παλιών αυτοκινήτων - που καταγγέλθηκε ως «προνομιακή μεταχείριση ενός πάμπλουτου κλάδου» - και η ρύθμιση για τους ημϊυπαίθριους, αφού καταργήθηκαν, επέστρεψαν πανηγυρικά ως νόμοι. Σήμερα, η κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας την οικονομική ζημία που προκάλεσε, μειώνει τους φόρους στα αυτοκίνητα επαναφέροντας την απόσυρση και παραλλάσσει απλώς για τους ημϊυπαίθριους την «τακτοποίηση» που είχε χρησιμοποιήσει ο κ. Σουφλιάς, σε «νομιμοποίηση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα» ,που προτίμησε η κα Μπιρμπίλη.

«Εκβιαστικό χαράτσι και ομολογία αποτυχίας της φορολογικής πολιτικής της Ν.Δ.», είχε χαρακτηρίσει το 2008 ο κ. Παπακωνσταντίνου την περαίωση εκείνης της εποχής, ενώ τώρα προσβλέπει, με την δική του περαίωση «σκούπα», την οποία διαφημίζει με τηλεοπτικά σποτάκια , να εισπράξει περισσότερα από 1,5 δις ευρώ. Καθιστά έτσι στην ουσία ανενεργό τον ελεγκτικό μηχανισμό για τα επόμενα χρόνια, αφού οι επιχειρήσεις θα έχουν πλέον περαιώσει όλες τις χρήσεις των προηγούμενων ετών.

Οι προεκλογικές κορόνες περί επαναδιαπραγμάτευσης της συμφωνίας με την COSCO και επανακρατικοποίησης μέρους της Ολυμπιακής και του ΟΤΕ, πνίγηκαν από …ψυχραιμότερες φωνές, όπως εκείνη του Αντιπροέδρου της κυβέρνησης κ. Πάγκαλου, που επανέφερε το ΠΑΣΟΚ στην τάξη λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «χαθήκαμε, αν χάσουμε τους Κινέζους».

Η υπέρμετρη φορολόγηση των επιχειρήσεων με τις έκτακτες εισφορές και την αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τα διανεμόμενα κέρδη, σε περίοδο έντονου φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών, είχε ως αποτέλεσμα 1600 μεγάλες εταιρείες να εγκαταλείψουν την Ελλάδα το 2010, ενώ 30 δις ευρώ, το 15% περίπου της ρευστότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, έφυγε στο εξωτερικό λόγω των ανεύθυνων δηλώσεων της κυβέρνησης ότι θα φορολογήσει τις καταθέσεις. Τώρα , για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση που έχει τεθεί εκτός ελέγχου, εξαγγέλλεται η μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις.

Τέλος, το περιβόητο «λεφτά υπάρχουν» του Πρωθυπουργού και οι κατηγορίες του για τις βεβαιωμένες οφειλές των 30 δις που δεν εισπράττονται από τις οικονομικές υπηρεσίες, «ξεπλύθηκαν» μέσα σε μια νύχτα, όταν επιχειρήθηκε με νομοθετική ρύθμιση η διαγραφή περίπου 24 δις και έγινε η παραδοχή ότι αυτά τα ποσά δεν μπορούν να εισπραχθούν, όχι από αδράνεια των υπηρεσιών ή από έλλειψη πολιτικής βούλησης, αλλά γιατί αντιστοιχούν σε ανύπαρκτους ή σε αδύναμους να τα καταβάλλουν οφειλέτες.

Συμπερασματικά, το ΠΑΣΟΚ, αφού για μια πενταετία υπονόμευσε κάθε προσπάθεια των κυβερνήσεων Καραμανλή για εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, ξεγέλασε στη συνέχεια προεκλογικά τους πολίτες με τις υποσχέσεις του. Τώρα, επιζητεί τον έπαινο και τη στήριξη γι’ αυτά που μέχρι χθες επιζητούσε την αναμέτρηση στο πεζοδρόμιο. Διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και υλοποιεί ως κυβέρνηση, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής, αυτά που κατήγγειλε ως αντιπολίτευση.

Παρά το γεγονός ότι εφαρμόζει εκ των υστέρων – αφού προηγουμένως τα συκοφάντησε- πολλά από αυτά που είχε σχεδιάσει ή εξαγγείλει η ΝΔ, το συνολικό «θεραπευτικό σχήμα» που έχει τεθεί σε εφαρμογή, δεν είναι το κατάλληλο. Η «συνταγή δε βγαίνει». Και αυτό, γιατί, η δημοσιονομική εξυγίανση και πειθαρχία είναι αναγκαία συνθήκη, αλλά όχι ικανή από μόνη της για την αναπτυξιακή επανεκκίνηση της οικονομίας. Το αντίθετο, με το σκληρό τρόπο που εφαρμόζεται και χωρίς παράλληλα πραγματικές διαρθρωτικές αλλαγές, βυθίζει την οικονομία στο φαύλο κύκλο της ύφεσης. Η ελπίδα πως τα επώδυνα κυβερνητικά μέτρα θα βγάλουν τη χώρα από την κρίση και θα αποσοβήσουν το φόβο της χρεωκοπίας, διαψεύδεται. Δεν μπορεί επομένως να υπάρξει συναίνεση σε μια πορεία, που οδηγεί σε μάταιες και άδικες θυσίες χωρίς προοπτική.

Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ ενοχοποιεί συστηματικά και αυθαίρετα τη ΝΔ. Παρά όμως τις εξεταστικές επιτροπές και τα άλλα ανούσια τεχνάσματα του παρελθόντος που επιστρατεύτηκαν τους πρώτους μήνες του 2010, για να κατακεραυνωθεί υποτίθεται η Δεξιά, το μέτωπο της εσωτερικής σύγκρουσης έχει στην πράξη μετατοπισθεί. Το ΠΑΣΟΚ δε βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπο με τη ΝΔ ή την Αριστερά. Βρίσκεται κυρίως σε μια φάση άτυπης εμφύλιας σύγκρουσης.

Μια ολιγάριθμη ομάδα του, αποκομμένη πλήρως από την ελληνική πραγματικότητα, αφού επί ένα εξάμηνο λειτούργησε με τρόπο ρεβανσιστικό και άκρως ερασιτεχνικό, υπονόμευσε τη δανειοληπτική ικανότητα της χώρας, συνομολόγησε χωρίς διαπραγμάτευση το Μνημόνιο με την τρόϊκα και επέπεσε «επί δικαίους και αδίκους» επιβάλλοντας στυγνή λιτότητα. Επιπλέον, οι χθεσινοί αρχιτέκτονες του κομματικού κράτους, μετατράπηκαν σε νεοφιλελεύθερους διαπρύσιους κήρυκες του αντικρατισμού. Το αποτέλεσμα, είναι να βρίσκονται τώρα αντιμέτωποι με όλη την κοινωνία, αλλά κυρίως με το παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ των συνδικαλιστών και των υπαλλήλων των ΔΕΚΟ και του δημόσιου τομέα. Αποτελεί ίσως έκφραση δικαιοσύνης το γεγονός ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, αφού αυτό το κόμμα δημιούργησε κυρίως το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό μόρφωμα της Μεταπολίτευσης.

Από την άλλη όμως μεριά, δεν είναι δυνατόν να αδιαφορούμε για τον κίνδυνο μιας ευρύτερης κοινωνικής αποσταθεροποίησης, γιατί η σταθερότητα αποτελεί την κύρια επιδίωξη για ένα πολιτικό κόμμα όπως η ΝΔ. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση διαθέτει ακόμη κοινωνικά ερείσματα και φυσικά την πρωτοβουλία των κινήσεων, δεν πρέπει να μας ξεγελά. Το οικονομικό χτύπημα που βιώνουν τα μικρομεσαία στρώματα επηρεάζει καταλυτικά το πολιτικό κλίμα. Το ΠΑΣΟΚ χρεώνεται επίσης το ότι οι θυσίες δεν κατανέμονται δίκαια και αυτό είναι μείζον πολιτικό ζήτημα επειδή απονομιμοποιεί την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μπορεί να προκληθεί κοινωνική ανάφλεξη .

Έχουμε ευθύνη επομένως να αγωνιστούμε όλοι. Τώρα που τα σύννεφα έχουν πυκνώσει, η Νέα Δημοκρατία χωρίς ενοχές και με συγκεκριμένες προτάσεις, να ζητήσει πιο επιτακτικά ριζική αλλαγή της οικονομικής πολιτικής.


(*) Ο Αντώνης Μπέζας είναι πρώην Υφυπουργός Οικονομικών

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πρωϊνός Λόγος Ιωαννίνων την 12.1.2011)